- εξαγόραση
- η (AM ἐξαγόρασις) [εξαγοράζω]1. απελευθέρωση με την καταβολή λύτρων2. λύτρωση, απολύτρωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαγόραση — η η εξαγορά (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαγοράσῃ — ἐξαγοράζω aor subj mid 2nd sg ἐξαγοράζω aor subj act 3rd sg ἐξαγοράζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγοράσηι — ἐξαγοράσῃ , ἐξαγοράζω aor subj mid 2nd sg ἐξαγοράσῃ , ἐξαγοράζω aor subj act 3rd sg ἐξαγοράσῃ , ἐξαγοράζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)